- κουλαίνω
- και κουλλαίνω [κουλός]1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο»)2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τόν κάνω να παραλύσει από τον πόνο («τού έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τόν κούλανε»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουλαίνω — κουλαίνω, κούλανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουλαίνω — κούλανα, κουλάθηκα, κουλαμένος, κάνω κάποιον κουλό, του αχρηστεύω τα χέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλλαίνω — (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουλό ή κουτσό, κουλαίνω, κουτσαίνω κάποιον αρχ. μτφ. χωλαίνω, ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό νους», Φίλ.) … Dictionary of Greek